- ἱανόκροκα
- ἱᾰνό-κροκα· λεπτά, Hsch.: but [full] ἰανο-κρήδεμνος (sic), ον, is expld. by ἰοῖς ὅμοιον τὸ ἐπικράνισμα, Id.; ὁ στέμμα ἐξ ἴων φορῶν, Suid. (Prob. compds. of a dialectic form of ἑανός, wh. (viz. ἑανός) is glossed μαλακός, λεπτός, λαμπρός in Sch.Il.18.613.) [full] ἰανόφρυς, prob.A f.l. for κυαν-, PMich.11.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.